σουδάρι(ο)

σουδάρι(ο)
το / σουδάριον, ΝΜΑ, και σωδάριον Α
1. μαντίλι για το σκούπισμα τού ιδρώτα
2. (κατά την εποχή τού Χριστού) πλατιά ταινία από λευκό ύφασμα με την οποία τύλιγαν το κεφάλι τού νεκρού
νεοελλ.
φρ. «λευκός σαν σουδάρι» — πάρα πολύ ωχρός, κάτωχρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sudarium «μαντίλι για τον ιδρώτα» (< sudo «ιδρώνω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”